- ροζιάρης
- οθηλ. -α και ροζιάρικος, -η, -ο αυτός που έχει ρόζους: Τα ροζιάρικα χέρια του έδειχναν με τι κόπο έβγαζε το ψωμί του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ροζιάρης — α, ικο, Ν 1. (για ξύλο ή κλαδί) αυτός που έχει ρόζους 2. μτφ. (για μέρος τού σώματος) αυτός που έχει κάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόζος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κοκαλ ιάρης)] … Dictionary of Greek
ροζιάρικος — η, ο, Ν [ροζιάρης] 1. γεμάτος ρόζους 2. γεμάτος κάλους … Dictionary of Greek